ἰσχνασμός: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6_14)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχνασμός''': ὁ, = [[ἴσχνανσις]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 762.
|lstext='''ἰσχνασμός''': ὁ, = [[ἴσχνανσις]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 762.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνασμός]], ὁ (Α)<br />η [[ίσχνανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχναίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ασμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κραδ</i>-[[ασμός]], <i>μαρ</i>-[[ασμός]])].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνασμός Medium diacritics: ἰσχνασμός Low diacritics: ισχνασμός Capitals: ΙΣΧΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: ischnasmós Transliteration B: ischnasmos Transliteration C: ischnasmos Beta Code: i)sxnasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A reducing treatment, τοῦ σώματος Hp.Fract.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνασμός: ὁ, = ἴσχνανσις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762.

Greek Monolingual

ἰσχνασμός, ὁ (Α)
η ίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχναίνω + κατάλ. -ασμός (πρβλ. κραδ-ασμός, μαρ-ασμός)].