καθημέριος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de ce jour-ci, d’aujourd’hui ; quotidien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡμέρα]].
|btext=α, ον :<br />de ce jour-ci, d’aujourd’hui ; quotidien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡμέρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καθημέριος]], δωρ. τ. καθαμέριος, -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[καθημερινός]]<br /><b>2.</b> [[σημερινός]], [[τωρινός]], ο [[κατά]] τούτη την [[ημέρα]] («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>καθημέριον</i><br />καθημερινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. «<i>καθ</i>' <i>ἡμέραν</i>»].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθημέριος Medium diacritics: καθημέριος Low diacritics: καθημέριος Capitals: ΚΑΘΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: kathēmérios Transliteration B: kathēmerios Transliteration C: kathimerios Beta Code: kaqhme/rios

English (LSJ)

Dor. καθᾱμ-, α, ον,

   A day by day, daily (καθ' ἡμέραν), neut. as Adv., E.Ph. 229 (lyr.); μοῖρα κ. S.El.1414(dub., lyr.):—later also καθημερινός, ή, όν, δίαιτα LXXJu.12.15, cf. Plu.2.141b, al.; διακονία Act.Ap.6.1; γυμνασία Ael.Tact.3.1, Plu.Lyc.10, Ath.1.10c; of fevers, quotidian, later word for ἀμφημερινός (q.v.), esp. of non-remittent quotidians, Gal.7.354, 17(1).221; ῥῖγος PTeb.275.21 (iii A.D.); φρίξ POxy.924.3 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1285] am heutigen Tage, νῦν σε μοῖρα καθαμερία φθίνει Soph. El. 1406, Schol. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν; – täglich, Eur. Phoen. 237.

Greek (Liddell-Scott)

καθημέριος: Δωρ. καθαμ-, α, ον, καθημερινὸς (καθ’ ἡμέραν), Εὐρ. Φοίν. 229· - παρὰ μεταγεν. καθημερινός, ή, όν, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, Ἀθήν. 259F· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 53 (ὅστις ὅμως συγχέει αὐτὸ πρὸς τὸ μεθημερινὸς). ΙΙ. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν, νῦν σε μοῖρα καθαμερία φθίνει, φθίνει, «κατὰ ταύτην σε τὴν ἡμέραν ἡ Μοῖρα εἰς φθορὰν καὶ ἐλάττωσιν τοῦ γένους ἄγει» (Σχόλ.), Σοφ. Ἠλ. 1414, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἐξέδωκε: νῦν σοι μοῖρα καθαμερία φθίνει φθίνει ἑρμηνεύων τό: φθίνει ἀμεταβάτως.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de ce jour-ci, d’aujourd’hui ; quotidien.
Étymologie: κατά, ἡμέρα.

Greek Monolingual

καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, -ία, -ον (Α)
1. καθημερινός
2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].