καθετήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(6_21)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθετήριον''': τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ [[ὄργανον]] τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.
|lstext='''καθετήριον''': τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ [[ὄργανον]] τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθετήριον]], τὸ (Α) [[καθίημι]]<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] από λινό ύφασμα που τίθεται [[μέσα]] σε [[πληγή]] για [[απορρόφηση]] υγρών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[ὄργανον]] τὸ [[καθετήριον]]» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ <b>(Αρετ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθετήριον Medium diacritics: καθετήριον Low diacritics: καθετήριον Capitals: ΚΑΘΕΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kathetḗrion Transliteration B: kathetērion Transliteration C: kathetirion Beta Code: kaqeth/rion

English (LSJ)

(sc. ὄργανον), τό,

   A = καθετήρ 1, f.l. in Hp.Mul.2.157; τὸ ὄργανον τὸ κ. Aret.CA2.9.

German (Pape)

[Seite 1283] ὄργανον, = καθετήρ 1, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

καθετήριον: τό, = καθετὴρ Ι, μοτοῦν ὠμολίνῳ καθετηρίῳ Ἱππ. 659.20· τὸ ὄργανον τὸ καθ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.

Greek Monolingual

καθετήριον, τὸ (Α) καθίημι
1. κομμάτι από λινό ύφασμα που τίθεται μέσα σε πληγή για απορρόφηση υγρών
2. φρ. «τὸ ὄργανον τὸ καθετήριον» — όργανο που χρησιμοποιείται για καθετηριασμὁ (Αρετ.).