καματηρός: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> laborieux, fatigant, pénible;<br /><b>2</b> fatigué, épuisé de fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]]. | |btext=ά, όν :<br /><b>1</b> laborieux, fatigant, pénible;<br /><b>2</b> fatigué, épuisé de fatigue.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καματηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που προκαλεί κάματο, [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]] («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπονημένος, τσακισμένος απ' την [[κούραση]], πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος σε κοπιαστική [[εργασία]], [[καματερός]]<br /><b>3.</b> [[νοσηρός]] («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καματηρώς</i> (Α)<br />με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μοχθ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A toilsome, wearisome, γῆρας h.Ven.246; κόπος Ar.Lys.542; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87; καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu.400b9. 2 tiring, exhausting, σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34. II Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135; κ. σώματα D.H.10.53, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166. 2 hard-working, toiling, βόες Porph.Chr. 29.
German (Pape)
[Seite 1316] mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσθενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.
Greek (Liddell-Scott)
καματηρός: -ά, -όν, κοπιώδης, ἐπίμοχθος, γῆρας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἑλεῖ καματηρός μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 laborieux, fatigant, pénible;
2 fatigué, épuisé de fatigue.
Étymologie: κάματος.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α καματηρός, -ά, -όν)
αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.)
αρχ.
1. καταπονημένος, τσακισμένος απ' την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.)
2. ο εργαζόμενος σε κοπιαστική εργασία, καματερός
3. νοσηρός («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.).
επίρρ...
καματηρώς (Α)
με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, νοσ-ηρός)].