καλλιτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιτέχνης''': -ου, ὁ, καλὸς [[τεχνίτης]], [[καλῶς]] ἐργαζόμενος, Ἀνακρεόντ. 4. 1· πληθ. - τέχνεις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 796.
|lstext='''καλλιτέχνης''': -ου, ὁ, καλὸς [[τεχνίτης]], [[καλῶς]] ἐργαζόμενος, Ἀνακρεόντ. 4. 1· πληθ. - τέχνεις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 796.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM [[καλλιτέχνης]], θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)<br />[[τεχνίτης]] που εργάζεται με [[καλαισθησία]], [[αριστοτέχνης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, [[ζωγράφος]], [[γλύπτης]], [[αρχιτέκτονας]], [[μουσικός]], [[ηθοποιός]], [[χορευτής]] κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αριστο</i>-<i>τέχνης</i>, <i>ποικιλο</i>-<i>τέχνης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτέχνης Medium diacritics: καλλιτέχνης Low diacritics: καλλιτέχνης Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kallitéchnēs Transliteration B: kallitechnēs Transliteration C: kallitechnis Beta Code: kallite/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A beautiful artist, Anacreont.4.1: pl., -τέχνεις Epigr.Gr.796.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der schön und kunstvoll arbeitet, Anacr. 4, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτέχνης: -ου, ὁ, καλὸς τεχνίτης, καλῶς ἐργαζόμενος, Ἀνακρεόντ. 4. 1· πληθ. - τέχνεις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 796.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλλιτέχνιδα (AM καλλιτέχνης, θηλ. καλλιτέχνις, -ιδος)
τεχνίτης που εργάζεται με καλαισθησία, αριστοτέχνης
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με μια από τις καλές τέχνες, ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μουσικός, ηθοποιός, χορευτής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης, ποικιλο-τέχνης].