κανονάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_19)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κανονάρχης''': -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.
|lstext='''κανονάρχης''': -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[κανονάρχος]] και [[καλονάρχης]] και καλανάρχης, ο (AM [[κανονάρχης]], Μ και [[κανονάρχος]] και [[καλονάρχος]])<br />[[βοηθός]] του ψάλτη, που του υπαγορεύει μελωδικά την [[αρχή]] τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[σύμβουλος]], [[βοηθός]], [[υποβολέας]], [[εισηγητής]], [[υποκινητής]] («σε όλα τα ζητήματα [[είναι]] ο [[κανονάρχης]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τους κανόνες στα μοναστήρια) ο επί τών κανόνων στα μοναστήρια, δηλ. αυτός που επιβλέπει την ακριβή και κανονική [[εκτέλεση]] του τυπικού [[κατά]] τις ιεροπραξίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]] / <i>ἄρχομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επιτελ</i>-<i>άρχης</i>, <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κανονάρχης: -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.

Greek Monolingual

και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος)
βοηθός του ψάλτη, που του υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων
νεοελλ.-μσν.
μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής, υποκινητής («σε όλα τα ζητήματα είναι ο κανονάρχης του»)
αρχ.
(για τους κανόνες στα μοναστήρια) ο επί τών κανόνων στα μοναστήρια, δηλ. αυτός που επιβλέπει την ακριβή και κανονική εκτέλεση του τυπικού κατά τις ιεροπραξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + -άρχης (< ἄρχω / ἄρχομαι), πρβλ. επιτελ-άρχης, τελετ-άρχης].