κατάδεσις: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de lier, d’attacher.<br />'''Étymologie:''' [[καταδέω]]¹. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de lier, d’attacher.<br />'''Étymologie:''' [[καταδέω]]¹. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάδεσις]], ἡ (Α) [[καταδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> στερεό [[δέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[δέσιμο]] κάποιου με [[μάγια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταδέσεις</i><br />μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A binding fast, Plu.2.771a. II binding by magic knots: hence, spells, enchantments, in pl., Pl.Lg.933a.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, das An-, Festbinden, der Verband; Plut. amat. 25; neben ἐπῳδαί Plat. Legg. XI, 933 a; vgl. κατάδεσμος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδεσις: -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. δέσις διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. κατάδεσμος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de lier, d’attacher.
Étymologie: καταδέω¹.
Greek Monolingual
κατάδεσις, ἡ (Α) καταδέω (Ι)]
1. στερεό δέσιμο
2. δέσιμο κάποιου με μάγια
3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις
μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.).