κατακλυσμός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(T22) |
(19) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κατακλυσμοῦ, ὁ ([[κατακλύζω]]), [[inundation]], [[deluge]]: of Noah's [[deluge]], Sept. for מַבּוּל); [[Plato]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]].) | |txtha=κατακλυσμοῦ, ὁ ([[κατακλύζω]]), [[inundation]], [[deluge]]: of Noah's [[deluge]], Sept. for מַבּוּל); [[Plato]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κατακλυσμός]]) [[κατακλύζω]]<br /><b>1.</b> [[πλημμύρα]] υδάτων που σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις (α. «ο [[κατακλυσμός]] του Νώε» β. «τῶν προ κατακλυσμοῡ γεγονότων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφθονία]], [[υπερεπάρκεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]] και [[καταρρακτώδης]] [[βροχή]] η οποία προκαλεί [[πλημμύρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φέρνει τον κατακλυσμό» — μεγαλοποιεί [[κάτι]] προβάλλοντας ως [[πρόσχημα]] εμπόδια και δυσκολίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[κλύσμα]]<br /><b>2.</b> [[πλύσιμο]] με άφθονο [[νερό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A flood, Pl.Lg.679d, Arist. Ph.222a23, Stoic. 2.337, Marm.Par.6, etc.; inundation, PMagd.28v. 4 (iii B. C.): pl., Pl.Ti.25c, Lg.677a. 2 metaph., κ. τῶν πραγμάτων political deluge, D.18.214. II Medic . . affusion, douche, Cael. Aur.TP4.1.1.
German (Pape)
[Seite 1354] ὁ, die Ueberschwemmung, Plat. Legg. III, 677 u. A.; bes. von der deukalionischen Fluth, Plat. Legg. III, 679 d; Plut. Pyrrh. 1; übertr., τῶν πραγμάτων, Vernichtung, Vergessen, Dem. 18, 214.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, κάλυψις τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, λήθη, φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 inondation;
2 fig. cataclysme.
Étymologie: κατακλύζω.
English (Strong)
from κατακλύζω; an inundation: flood.
English (Thayer)
κατακλυσμοῦ, ὁ (κατακλύζω), inundation, deluge: of Noah's deluge, Sept. for מַבּוּל); Plato, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch.)
Greek Monolingual
ο (AM κατακλυσμός) κατακλύζω
1. πλημμύρα υδάτων που σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις (α. «ο κατακλυσμός του Νώε» β. «τῶν προ κατακλυσμοῡ γεγονότων», Πλάτ.)
2. αφθονία, υπερεπάρκεια
νεοελλ.
1. συνεχής και καταρρακτώδης βροχή η οποία προκαλεί πλημμύρα
2. φρ. «φέρνει τον κατακλυσμό» — μεγαλοποιεί κάτι προβάλλοντας ως πρόσχημα εμπόδια και δυσκολίες
αρχ.
ιατρ.
1. κλύσμα
2. πλύσιμο με άφθονο νερό.