κατασκευαστής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκευαστής''': -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ [[μηχανορράφος]], ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ. | |lstext='''κατασκευαστής''': -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ [[μηχανορράφος]], ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο θηλ. [[κατασκευάστρια]] (AM [[κατασκευαστής]], θηλ. [[κατασκευάστρια]]) [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («[[κατασκευαστής]] επίπλων»)<br /><b>2.</b> αυτός που μηχανεύεται [[κάτι]], ο [[επινοητής]], ο [[μηχανορράφος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[προμηθευτής]] τών αναγκαίων σε στρατιωτική [[μονάδα]] ο [[αξιωματικός]] επιμελητείας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος. 2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.
German (Pape)
[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.