κεντρικός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(6_10)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ [[κέντρον]], ἐκ τοῦ κέντρου, [[διάστημα]] Valens παρὰ τῷ Salm. de Climact. σ. 300.
|lstext='''κεντρικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ [[κέντρον]], ἐκ τοῦ κέντρου, [[διάστημα]] Valens παρὰ τῷ Salm. de Climact. σ. 300.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κεντρικός]], -ή, -όν) [[κέντρον]]<br />αυτός που βρίσκεται στο [[κέντρο]], σε κύριο, κεντρικό [[σημείο]], [[κεντρώος]], [[μεσαίος]] («κεντρική Ασία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[θέση]] πολυσύχναστη («κεντρική [[οδός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει ως [[κέντρο]] από το οποίο ορμώνται ή εξαρτώνται άλλα ομοειδή πράγματα ή φαινόμενα («κεντρική [[θέρμανση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεντρική [[ιδέα]]» — η αρχική, η [[θεμελιώδης]] [[ιδέα]], από την οποία εξαρτώνται οι επί μέρους ιδέες.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρικός Medium diacritics: κεντρικός Low diacritics: κεντρικός Capitals: ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kentrikós Transliteration B: kentrikos Transliteration C: kentrikos Beta Code: kentriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or belonging to a cardinal point, σχῆμα Vett.Val.134.26.    II Adv. -κῶς, metaph., ὁ νοῦς . . ἀδιαιρέτως καὶ κ. οἶδε τὰ διαιρούμενα Phlp.in de An.542.29.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ κέντρον, ἐκ τοῦ κέντρου, διάστημα Valens παρὰ τῷ Salm. de Climact. σ. 300.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κεντρικός, -ή, -όν) κέντρον
αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός»)
2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το οποίο ορμώνται ή εξαρτώνται άλλα ομοειδή πράγματα ή φαινόμενα («κεντρική θέρμανση»)
3. φρ. «κεντρική ιδέα» — η αρχική, η θεμελιώδης ιδέα, από την οποία εξαρτώνται οι επί μέρους ιδέες.