κεγχρεών: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεγχρεών''': -ῶνος, ὁ, ([[κέγχρος]]) τὸ [[καθαριστήριον]], [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, [[τόπος]] Ἀθήνησιν [[ἔνθα]] ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις [[κέγχρος]] καὶ ἡ [[ἄμμος]] ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.
|lstext='''κεγχρεών''': -ῶνος, ὁ, ([[κέγχρος]]) τὸ [[καθαριστήριον]], [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, [[τόπος]] Ἀθήνησιν [[ἔνθα]] ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις [[κέγχρος]] καὶ ἡ [[ἄμμος]] ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεγχρεών]], ὁ (Α)<br />[[τόπος]] στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη [[σκόνη]] από τα φορτία αργύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]] <span style="color: red;">+</span> τοπ. κατάλ. -<i>εών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθ</i>-<i>εών</i>, <i>χαλκ</i>-<i>εών</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρεών Medium diacritics: κεγχρεών Low diacritics: κεγχρεών Capitals: ΚΕΓΧΡΕΩΝ
Transliteration A: kenchreṓn Transliteration B: kenchreōn Transliteration C: kegchreon Beta Code: kegxrew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (κέγχρος)

   A place where iron is granulated and made mallealle, Docum. ap. D.37.26.

German (Pape)

[Seite 1410] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρεών: -ῶνος, ὁ, (κέγχρος) τὸ καθαριστήριον, ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις κέγχρος καὶ ἡ ἄμμος ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.

Greek Monolingual

κεγχρεών, ὁ (Α)
τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. -εών (πρβλ. ανθ-εών, χαλκ-εών)].