καυσαλίς: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυσᾰλίς''': -ίδος, ἡ «καψαλίδα», [[φλύκταινα]], ἡ μέλαινα καὶ [[ὑπέρυθρος]] «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.
|lstext='''καυσᾰλίς''': -ίδος, ἡ «καψαλίδα», [[φλύκταινα]], ἡ μέλαινα καὶ [[ὑπέρυθρος]] «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καυσαλίς]], ἡ (Α)<br />[[φλύκταινα]] από [[έγκαυμα]], [[φουσκάλα]], [[καντήλα]], καψαλίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του [[καυκαλίς]], ενώ με τη σημ. «[[φουσκάλα]]» συνδέεται πιθ. με το [[καίω]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυσᾰλίς Medium diacritics: καυσαλίς Low diacritics: καυσαλίς Capitals: ΚΑΥΣΑΛΙΣ
Transliteration A: kausalís Transliteration B: kausalis Transliteration C: kafsalis Beta Code: kausali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, prob. glossed by ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος, Hsch. (καύσαλις cod.); perh. to be read for καυκαλίς, of a kind of σμύρνα, Dsc.1.64 (and so in Orib. 12 s.v.), and for καυχαλίς (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1408] ίδος, ἡ (καίω), Brandblase, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καυσᾰλίς: -ίδος, ἡ «καψαλίδα», φλύκταινα, ἡ μέλαινα καὶ ὑπέρυθρος «φουσκαλίδα» ἐκ καύματος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καυσαλίς, ἡ (Α)
φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω.