κιλλακτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιλλακτήρ''': ῆρος, ὁ, [[ὀνηλάτης]], [[λέξις]] Δωρική, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56. 185. | |lstext='''κιλλακτήρ''': ῆρος, ὁ, [[ὀνηλάτης]], [[λέξις]] Δωρική, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56. 185. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιλλακτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) ο [[οδηγός]] όνου, ο [[ονηλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ακτήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ακ</i> [<span style="color: red;"><</span> <i>αγ</i>- θ. του <i>ἄγω</i>] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>ακτήρ</i>, <i>συν</i>-<i>ακτηρ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A ass-driver, Dor. word, Poll.7.56,185.
German (Pape)
[Seite 1438] ῆρος, ὁ, Eseltreiber, Poll. 7, 185, dor.
Greek (Liddell-Scott)
κιλλακτήρ: ῆρος, ὁ, ὀνηλάτης, λέξις Δωρική, Πολυδ. Ζ΄, 56. 185.
Greek Monolingual
κιλλακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) ο οδηγός όνου, ο ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος + -ακτήρ (< ακ [< αγ- θ. του ἄγω] + επίθημα -τηρ), πρβλ. επ-ακτήρ, συν-ακτηρ].