κλαστάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ébrancher ; <i>fig.</i> abattre, décourager.<br />'''Étymologie:''' [[κλαστός]].
|btext=ébrancher ; <i>fig.</i> abattre, décourager.<br />'''Étymologie:''' [[κλαστός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαστάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, [[κλαδεύω]] [[αμπέλι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ταπεινώνω]] κάποιον, του [[κόβω]] τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλαστός]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κλάστης]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαστάζω Medium diacritics: κλαστάζω Low diacritics: κλαστάζω Capitals: ΚΛΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: klastázō Transliteration B: klastazō Transliteration C: klastazo Beta Code: klasta/zw

English (LSJ)

   A dress vines (cf. κλάσις 1.1): metaph., trim, humble, Ar.Eq.166.

German (Pape)

[Seite 1446] = κλάω, bes. den Weinstock abblatten, die Blätter u. Ranken abbrechen, Sp.; übertr., βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις Ar. Equ. 166, demüthigen, beugen.

Greek (Liddell-Scott)

κλαστάζω: περιποιοῦμαι ἄμπελον, κλαδεύω, «βλαστολογῶ» (ἴδε κλάσις)· μεταφορ., «κόπτω τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.

French (Bailly abrégé)

ébrancher ; fig. abattre, décourager.
Étymologie: κλαστός.

Greek Monolingual

κλαστάζω (Α)
1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, του κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης.