κλιμακτηρικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(13_3)
(20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς [[ἐνιαυτός]], das <b class="b2">Stufenjahr</b>, so hieß bes. das 63ste Lebensjahr, als der gefährlichste Abschnitt im Leben des Menschen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς [[ἐνιαυτός]], das <b class="b2">Stufenjahr</b>, so hieß bes. das 63ste Lebensjahr, als der gefährlichste Abschnitt im Leben des Menschen, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακτηρικός]], -ή, -όν) [[κλιμακτήρ]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει στη ζωή [[αλλαγή]] φυσιολογικής κατάστασης, [[κρίσιμος]], [[επικίνδυνος]] («κλιμακτηρικὴ [[ὑπάντησις]]», Πτολ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακτηρική [[περίοδος]]» — η [[κλιμακτήριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακτηρικὸς [[ἐνιαυτός]]» ή «κλιμακτηρικὸν [[ἔτος]]» — το [[έτος]] της ζωής του οποίου ο [[αριθμός]] [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] του 7 ή, σύμφωνα με άλλους, του 9, και [[κυρίως]] το 63ο [[έτος]], που ο [[αριθμός]] του [[είναι]] [[πολλαπλάσιο]] και του 7 και του 9, γι' αυτό και το θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό [[έτος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμακτηρικός Medium diacritics: κλιμακτηρικός Low diacritics: κλιμακτηρικός Capitals: ΚΛΙΜΑΚΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: klimaktērikós Transliteration B: klimaktērikos Transliteration C: klimaktirikos Beta Code: klimakthriko/s

English (LSJ)

όν,

   A climacterical, [ἐνιαυτός] Gell. 15.7.2, cf. Plin.Ep.2.20.3; κ. λόγος Vett.Val.148.20; κ. ὑπάντησις Ptol.Tetr.140.

German (Pape)

[Seite 1453] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός, das Stufenjahr, so hieß bes. das 63ste Lebensjahr, als der gefährlichste Abschnitt im Leben des Menschen, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλιμακτηρικός, -ή, -όν) κλιμακτήρ)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα
2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» — η κλιμακτήριος
αρχ.
φρ. «κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός» ή «κλιμακτηρικὸν ἔτος» — το έτος της ζωής του οποίου ο αριθμός είναι πολλαπλάσιο του 7 ή, σύμφωνα με άλλους, του 9, και κυρίως το 63ο έτος, που ο αριθμός του είναι πολλαπλάσιο και του 7 και του 9, γι' αυτό και το θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό έτος.