κοίνωσις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_8)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοίνωσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι κοινόν, [[ἤτοι]] ἀκάθαρτον, [[μίανσις]], Ἐπιφάν. 1. 395Α.
|lstext='''κοίνωσις''': -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι κοινόν, [[ἤτοι]] ἀκάθαρτον, [[μίανσις]], Ἐπιφάν. 1. 395Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοίνωσις]], ἡ (Α) [[κοινώ]]<br /><b>1.</b> [[ανάμιξη]], [[ανακάτεμα]]<br /><b>2.</b> [[μετοχή]], [[συμμετοχή]]<br /><b>3.</b> [[μίανση]], [[ρύπος]], [[ρύπανση]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίνωσις Medium diacritics: κοίνωσις Low diacritics: κοίνωσις Capitals: ΚΟΙΝΩΣΙΣ
Transliteration A: koínōsis Transliteration B: koinōsis Transliteration C: koinosis Beta Code: koi/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mingling, Plu.2.430e.    II sharing, Asp.in EN181.1.

Greek (Liddell-Scott)

κοίνωσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι κοινόν, ἤτοι ἀκάθαρτον, μίανσις, Ἐπιφάν. 1. 395Α.

Greek Monolingual

κοίνωσις, ἡ (Α) κοινώ
1. ανάμιξη, ανακάτεμα
2. μετοχή, συμμετοχή
3. μίανση, ρύπος, ρύπανση.