κρεμάστρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />cordage d’une ancre.<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />cordage d’une ancre.<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κρεμάστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έπιπλο]] ή [[σκεύος]] που χρησιμεύει για [[κρέμασμα]] τών ρούχων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάλα]]<br /><b>2.</b> [[προεξοχή]] στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεμάθρα]]<br /><b>2.</b> ο [[μίσχος]] απ' όπου κρέμεται το [[άνθος]] («τὰ δὲ [[ἄνθη]] πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θ. <i>κρεμασ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρεμάσ</i>-<i>αι</i>, απρμφ. αορ. του [[κρεμάννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θερμάσ</i>-<i>τρα</i>, <i>ξύσ</i>-<i>τρα</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμάστρα Medium diacritics: κρεμάστρα Low diacritics: κρεμάστρα Capitals: ΚΡΕΜΑΣΤΡΑ
Transliteration A: kremástra Transliteration B: kremastra Transliteration C: kremastra Beta Code: krema/stra

English (LSJ)

ἡ, Hellen. for κρεμάθρα (Moer. p.242 P.), Eust.1625.17, v.l. in Arist.Rh.1412a14.    2 stalk by which a flower hangs, Thphr.HP3.16.4.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμάστρα: ἡ, = τῷ Ἀττικῷ κρεμάθρα, («κρεμάθρα, Ἀττικῶς. κρεμάστρα Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σελ. 242), Εὐστ. 1625. 17, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 5. 2) ὁ μίσχος δι’ οὗ τὸ ἄνθος κρέμαται, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cordage d’une ancre.
Étymologie: κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

η (AM κρεμάστρα)
νεοελλ.
έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων
μσν.
1. κρεμάλα
2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού
αρχ.
1. κρεμάθρα
2. ο μίσχος απ' όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. κρεμασ- (πρβλ. κρεμάσ-αι, απρμφ. αορ. του κρεμάννυμι) + επίθημα -τρα (πρβλ. θερμάσ-τρα, ξύσ-τρα].