κρυσταλλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
(6_7) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρυσταλλώδης''': -ες, = [[κρυσταλλοειδής]], Δίων Κ. 49. 31. | |lstext='''κρυσταλλώδης''': -ες, = [[κρυσταλλοειδής]], Δίων Κ. 49. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (AM [[κρυσταλλώδης]], -ῶδες) [[κρύσταλλος]]<br />[[κρυσταλλοειδής]], αυτός που μοιάζει με [[κρύσταλλο]] ή με πάγο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[νερό]]) [[διαυγής]], [[καθαρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A icy, glacial, Ptol.Tetr.94, D.C.49.31; of water, clear, PHolm.25.33.
German (Pape)
[Seite 1516] ες, = κρυσταλλοειδής, D. Cass. 49, 31 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλώδης: -ες, = κρυσταλλοειδής, Δίων Κ. 49. 31.
Greek Monolingual
-ες (AM κρυσταλλώδης, -ῶδες) κρύσταλλος
κρυσταλλοειδής, αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή με πάγο
μσν.-αρχ.
(για νερό) διαυγής, καθαρός.