κτεάτειρα: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />qui possède.<br />'''Étymologie:''' [[κτέαρ]]. | |btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />qui possède.<br />'''Étymologie:''' [[κτέαρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κτεάτειρα]], ἡ (Α)<br />η [[κάτοχος]] («νύξ [[φιλία]], μεγάλων κόσμων [[κτεάτειρα]]» — αγαπημένη [[νύχτα]], που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κτεά</i>-<i>τειρα</i>, [[αντί]] τών <i>κτήτειρα</i>, <i>κτήτρια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτήτωρ]]), σχηματίστηκε με την [[επίδραση]] του τ. <i>κτέατα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰτ], ἡ (as if fem. of Κτεᾰτήρ),
A possessor, Νὺξ μεγάλων κόσμων κ. A.Ag.356 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1518] ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden κτεατής), Erwerberinn, Besitzerinn, Spenderinn; νὺξ μεγάλων κόσμων κτεάτειρα Aesch. Ag. 347.
Greek (Liddell-Scott)
κτεάτειρα: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτεᾰτήρ), μεγάλων κόσμων κτ., σὺ ἡ καταστήσασα ἡμᾶς κατόχους..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 356.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui possède.
Étymologie: κτέαρ.
Greek Monolingual
κτεάτειρα, ἡ (Α)
η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» — αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά-τειρα, αντί τών κτήτειρα, κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση του τ. κτέατα].