κυμινοπρίστης: Difference between revisions
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui scie un grain de cumin, <i>càd</i> ladre, avare;<br /><b>2</b> qui consiste à scier un grain de cumin, <i>càd</i> qui est le fait d’un avare.<br />'''Étymologie:''' [[κύμινον]], [[πρίω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui scie un grain de cumin, <i>càd</i> ladre, avare;<br /><b>2</b> qui consiste à scier un grain de cumin, <i>càd</i> qui est le fait d’un avare.<br />'''Étymologie:''' [[κύμινον]], [[πρίω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυμινοπρίστης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που από [[φιλαργυρία]] πριονίζει, τεμαχίζει το [[κύμινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (και ως επίθ.) [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]], [[σπαγγοραμμένος]] («[[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμινον]] <span style="color: red;">+</span> [[πρίστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (πρίω)
A cummin-splitter, i.e. skinflint, Arist. EN1121b27, Posidipp.26.12: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ, (πρίω) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ κύμινον, δηλ. ἄνθρωπος εἰς ἄκρον φειδωλός, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui scie un grain de cumin, càd ladre, avare;
2 qui consiste à scier un grain de cumin, càd qui est le fait d’un avare.
Étymologie: κύμινον, πρίω.
Greek Monolingual
κυμινοπρίστης, ὁ (Α)
1. αυτός που από φιλαργυρία πριονίζει, τεμαχίζει το κύμινο
2. μτφ. (και ως επίθ.) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος («κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + πρίστης (< πρίω «πριονίζω»)].