μέσσατος: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
(Autenrieth) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[sup]]. to [[μέσος]]): in the [[very]] [[middle]], Il. 8.223 and Il. 11.6. | |auten=([[sup]]. to [[μέσος]]): in the [[very]] [[middle]], Il. 8.223 and Il. 11.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μέσσατος]], αττ. τ. [[μέσατος]], -η, -ον, επικ. τ. [[μεσσάτιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[μεσαίος]], αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μέσατος]]<br />ο [[διαιτητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[είναι]] σχηματισμένος [[κατά]] τα [[έσχατος]], [[νείατος]], [[αλλά]] δεν χρησιμοποιείται ως υπερθετικό. Στη Μυκηναϊκή, εξάλλου, μαρτυρούνται οι τ. <i>mesato</i>, <i>mesata</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of μέσσος,
A midmost, ἐν μεσσάτῳ for ἐν μέσῳ, Il.8.223; Att. μέσατος, υἱός Ar.V.1502, cf. Men.267, Theoc. 21.19, IG14.2012A33 (Sulp. Max.), Opp.C.1.112, D.P.204:—in later Ep. μεσσάτιος, Call.Dian.78, D.P.296, Opp.C.4.442. (For the form, cf. νέατος, τρίτος τρίτατος.)
Greek (Liddell-Scott)
μέσσᾱτος: -η, -ον, ἀρχαῖον ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μέσσος, μέσσος, ὁ μεσαίτατος, ἐν μεσσάτῳ, ἀντὶ ἁπλῶς: ἐν μέσῳ, Ἰλ. Θ. 223., Λ. 6· Ἀττ. μέσατος, Ἀριστοφ. Σφ. 1502, Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίοις» 7, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4579· -ὑπάρχει δὲ καὶ μεταγεν. Ἐπικ. τύπος μεσσάτιος, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 78. (Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. νέος νέατος, τρίτος τρίτατος.)
French (Bailly abrégé)
v. μέσατος.
English (Autenrieth)
(sup. to μέσος): in the very middle, Il. 8.223 and Il. 11.6.
Greek Monolingual
μέσσατος, αττ. τ. μέσατος, -η, -ον, επικ. τ. μεσσάτιος, -α, -ον (Α)
1. ο μεσαίος, αυτός που βρίσκεται στο μέσο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέσατος
ο διαιτητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σχηματισμένος κατά τα έσχατος, νείατος, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως υπερθετικό. Στη Μυκηναϊκή, εξάλλου, μαρτυρούνται οι τ. mesato, mesata].