λαμπρόπους: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_14) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαμπρόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538. | |lstext='''λαμπρόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαμπρόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει [[λαμπρά]], [[λευκά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ωκύ</i>-[[πους]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A bright-footed, Sch.DIl.1.538.
German (Pape)
[Seite 12] ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538.
Greek Monolingual
λαμπρόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει λαμπρά, λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + πούς (πρβλ. ωκύ-πους)].