λαώδης: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />populaire.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />populaire.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαώδης]], -ῶδες (Α) [[λαός]]<br />[[λαϊκός]], του λαού, [[δημοτικός]] («ἡ μὲν [[κλῆσις]] ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ [[λαώδης]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱώδης Medium diacritics: λαώδης Low diacritics: λαώδης Capitals: ΛΑΩΔΗΣ
Transliteration A: laṓdēs Transliteration B: laōdēs Transliteration C: laodis Beta Code: law/dhs

English (LSJ)

ες, (λαός)

   A popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
populaire.
Étymologie: λαός, -ωδης.

Greek Monolingual

λαώδης, -ῶδες (Α) λαός
λαϊκός, του λαού, δημοτικός («ἡ μὲν κλῆσις ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ λαώδης», Πλούτ.).