λειπογνώμων: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[λιπογνώμων]]. | |btext=v. [[λιπογνώμων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λειπογνώμων]] και [[λιπογνώμων]], -ον (Α)<br />(για ζώα, [[ιδίως]] για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η [[ηλικία]] του, [[γέρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγο</i>-[[γνώμων]], <i>ορθο</i>-[[γνώμων]]. Ο τ. [[λιπογνώμων]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>λιπ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<b>βλ.</b> και ετυμολ. λ. [[λειπανδρία]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A lacking γνώμονες 11.6, οἶς IG22.1357 (iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)
German (Pape)
[Seite 24] ον, eigtl. vom Pferde, das den Kennzahn verloren hat, an dem man sein Alter erkennt, B. A. 49 u. a. VLL., u. übh. von unkenntlichem Alter, auch von Menschen, Luc. Lex. 6.
French (Bailly abrégé)
v. λιπογνώμων.
Greek Monolingual
λειπογνώμων και λιπογνώμων, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- του λείπω + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο-γνώμων, ορθο-γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ. λιπ- (πρβλ. ἔ-λιπ-ον, αόρ. του λείπω) + -γνώμων (βλ. και ετυμολ. λ. λειπανδρία)].