λειρός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_4)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειρός''': -ά, -όν, = [[λειριόεις]], ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[τέττιξ]]... λειρὰ χέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 6. 2) ὠχρὸς, Ἡσύχ.
|lstext='''λειρός''': -ά, -όν, = [[λειριόεις]], ἐπὶ τῆς φωνῆς, [[τέττιξ]]... λειρὰ χέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 6. 2) ὠχρὸς, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειρός]], -ά, -όν (Α) [[λείριον]]<br />[[λειριόεις]] («[[τέττιξ]] γλυκεροῑς χείλεσι λειρὰ χέων», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειρός Medium diacritics: λειρός Low diacritics: λειρός Capitals: ΛΕΙΡΟΣ
Transliteration A: leirós Transliteration B: leiros Transliteration C: leiros Beta Code: leiro/s

English (LSJ)

ά, όν, = λειριόεις, of the voice, τέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων IG14.1934f6.

German (Pape)

[Seite 26] ὁ, der kleine Hase, Hesych. von Hesych. ἰσχνός u. ὠχρός erkl., bleich, hager; aber λειρὰ χέων = λείριος, von der Cicade, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844 p. 1008.

Greek (Liddell-Scott)

λειρός: -ά, -όν, = λειριόεις, ἐπὶ τῆς φωνῆς, τέττιξ... λειρὰ χέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 6. 2) ὠχρὸς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λειρός, -ά, -όν (Α) λείριον
λειριόειςτέττιξ γλυκεροῑς χείλεσι λειρὰ χέων», επιγρ.).