λεοντόπους: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A lion-footed, E.Fr. 540; of vessels, IG11(2).161 B 10, C 55, al. (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 29] -πουν, gen. -ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων πόδας λέοντος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 544.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. -όποδος
qui a des pieds de lion.
Étymologie: λέων, πούς.
Greek Monolingual
λεοντόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.