λεπταλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(Autenrieth)
(23)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[λεπτός]]): [[fine]], [[delicate]], Il. 18.571†.
|auten=([[λεπτός]]): [[fine]], [[delicate]], Il. 18.571†.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπταλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτός]], [[αβρός]], [[τρυφερός]] («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασθενής]], [[αδύνατος]] («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτᾰλέος Medium diacritics: λεπταλέος Low diacritics: λεπταλέος Capitals: ΛΕΠΤΑΛΕΟΣ
Transliteration A: leptaléos Transliteration B: leptaleos Transliteration C: leptaleos Beta Code: leptale/os

English (LSJ)

α, ον, (λεπτός)

   A fine, delicate, φωνή Il.18.571; ὑπήεισαν . . λεπταλέον σύριγγες Call.Dian.243; also λ. φᾶρος, ἑανόν, A.R.2.31, 4.169; πόδες (of Hephaestus) Nonn.D.9.230; ἠήρ, λύγοι, etc., AP10.75 (Pall.), 7.204 (Agath.), etc.: metaph., μοῦσα Call.Aet.Oxy.2079.24; feeble, λεπταλέοι θυμοῖσι Man.1.165.

German (Pape)

[Seite 30] poet. = λεπτός; φωνή, Il. 18, 571, seine Stimme, wonach Callim. Dian. 243 sagt ὑπήεισαν δὲ λεπταλέοι σύριγγες; so ἰωή, Ap. Rh. 3, 709; auch sonst bei sp. D., χιτών, Ap. Rh. 3, 815, vgl. 4, 169; στήμονες, Antp. Sid. 22 (VI, 174); δόνακες, Paul. Sil. 52 (VI, 66); λόγοι, Agath. 85 (VII, 204); auch von Menschen, Man. 5, 165.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτᾰλέος: -α, -ον, (λεπτὸς) λεπτός, ἡδύς, λεπταλέῃ φωνῇ Ἰλ. Σ. 571· ὑπήεισαν... λεπταλέον σύριγγες Καλλ. εἰς Ἄρτ. 243. - ὡσαύτως, λ. ἑανὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 169· πόδες Νόνν. Δ. 9. 230· ἀήρ, λύγοι, κτλ., Ἀνθ. Π. 10. 75., 7. 204· - μεταφορ., ἀσθενής, ἀδύνατος, λεπταλέοι θυμοῖσι Μανέθων 1. 165.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
faible, grêle en parl. de la voix.
Étymologie: λεπτός.

English (Autenrieth)

(λεπτός): fine, delicate, Il. 18.571†.

Greek Monolingual

λεπταλέος, -α, -ον (Α)
1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.)
2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειν-αλέος)].