λιθοβολία: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_11) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθοβολία''': ἡ, τὸ ῥίπτειν λίθους, Ἱππ. Ἀγμ. 751, Διόδ. 3. 49. ΙΙ. τὸ διὰ λίθων φονεύειν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 189, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[λευσμός]]. | |lstext='''λῐθοβολία''': ἡ, τὸ ῥίπτειν λίθους, Ἱππ. Ἀγμ. 751, Διόδ. 3. 49. ΙΙ. τὸ διὰ λίθων φονεύειν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 189, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[λευσμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λιθοβολία]]) [[λιθοβολώ]]<br /><b>1.</b> η [[βολή]] λίθων<br /><b>2.</b> η [[θανάτωση]] με [[πετροβόλημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αθλητικό [[αγώνισμα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αθλητής]] ρίχνει λίθο, κν. [[λιθάρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A throwing of stones, Hp. Fract.2 (pl., v.l. for λιθοβόλησις), D.S.3.49. II stoning, Sch. A.Eu.189. III neut. pl. λιθοβόλια, τά, festival at Troezen, Paus. 2.32.2.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, das Steinwerfen, Steinigen; D. Sic. 3, 49; Schol. Aesch. Eum. 189.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοβολία: ἡ, τὸ ῥίπτειν λίθους, Ἱππ. Ἀγμ. 751, Διόδ. 3. 49. ΙΙ. τὸ διὰ λίθων φονεύειν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 189, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ λευσμός.
Greek Monolingual
η (AM λιθοβολία) λιθοβολώ
1. η βολή λίθων
2. η θανάτωση με πετροβόλημα
νεοελλ.
αθλητικό αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει λίθο, κν. λιθάρι.