λύγη: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(6_9) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύγη''': ἡ, [[σκιόφως]], [[λυκόφως]], μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς [[ῥίζα]] τῶν λ. [[ἠλύγη]], [[ἠλυγάζω]], [[ἐπηλυγάζω]], ἀλλὰ πιθανῶς [[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει· [[διότι]] ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *[[λύκη]], Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming [[σκιόφως]] πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. [[λυκόφως]]). | |lstext='''λύγη''': ἡ, [[σκιόφως]], [[λυκόφως]], μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς [[ῥίζα]] τῶν λ. [[ἠλύγη]], [[ἠλυγάζω]], [[ἐπηλυγάζω]], ἀλλὰ πιθανῶς [[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει· [[διότι]] ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *[[λύκη]], Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming [[σκιόφως]] πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. [[λυκόφως]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λύγη]], ἡ (Α)<br />[[σκιά]], [[σκιόφως]] («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», <b>Αππ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ἠλύγη]] παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, [[εκτός]] του αρχικού φθόγγου <i>η</i>-, το [[ἠλύγη]] έχει το <i>υ</i> βραχύ, ενώ ο τ. [[λύγη]] μακρό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἠλύγη]], [[λυγαῖος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A twilight, App.Ill.25, cf. Suid., Eust.689.18.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, Schatten, Dunkel, Finsterniß, App. Illyr. 25 l. d.; VLL. erkl. σκοτία; Tim. Lez. Plat. σκιά, ἀπόκρυψις, wo Ruhnk. zu vgl.; scheint nur in ἠλύγη u. abgeleiteten vorzukommen.)
Greek (Liddell-Scott)
λύγη: ἡ, σκιόφως, λυκόφως, μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς ῥίζα τῶν λ. ἠλύγη, ἠλυγάζω, ἐπηλυγάζω, ἀλλὰ πιθανῶς οὐδαμοῦ ἐν χρήσει· διότι ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *λύκη, Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming σκιόφως πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. λυκόφως).
Greek Monolingual
λύγη, ἡ (Α)
σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός του αρχικού φθόγγου η-, το ἠλύγη έχει το υ βραχύ, ενώ ο τ. λύγη μακρό (πρβλ. ἠλύγη, λυγαῖος)].