μάσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(6_21)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάσμα''': τό, (*μάω) [[ψηλάφησις]], [[ζήτησις]], [[ἔρευνα]], Κρατῖν ἐν Ἀδήλ. 74, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke, Πλάτ. Κρατ. 421A.
|lstext='''μάσμα''': τό, (*μάω) [[ψηλάφησις]], [[ζήτησις]], [[ἔρευνα]], Κρατῖν ἐν Ἀδήλ. 74, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke, Πλάτ. Κρατ. 421A.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάσμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]], [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μασ</i>.- του [[μαίομαι]] «[[αναζητώ]], [[ερευνώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάσμα Medium diacritics: μάσμα Low diacritics: μάσμα Capitals: ΜΑΣΜΑ
Transliteration A: másma Transliteration B: masma Transliteration C: masma Beta Code: ma/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (μαίομαι)

   A search, Cratin.424; = ζήτημα, Pl.Cra. 421 b.

German (Pape)

[Seite 98] τό (μαω), das Suchen, Erforschen, von Plat. Crat. 421 a, τοῦτο εἶναι ὃν οὗ μάσμα ἐστίν, der Etvmologie wegen gebildet; Phot. erkl. μάστευμα, ζήτημα mit Bezug auf diese Stelle.

Greek (Liddell-Scott)

μάσμα: τό, (*μάω) ψηλάφησις, ζήτησις, ἔρευνα, Κρατῖν ἐν Ἀδήλ. 74, ἔνθα ἴδε Meineke, Πλάτ. Κρατ. 421A.

Greek Monolingual

μάσμα, τὸ (Α)
1. αναζήτηση, έρευνα
2. ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ.- του μαίομαι «αναζητώ, ερευνώ» + κατάλ. -μα].