μελλητής: Difference between revisions

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui diffère toujours, temporisateur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui diffère toujours, temporisateur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελλητής]], ὁ (Α) [[μέλλω]]<br />αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει [[κάτι]] («καὶ ἀργὸν [[εἶναι]] καὶ μελλητήν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητής Medium diacritics: μελλητής Low diacritics: μελλητής Capitals: ΜΕΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: mellētḗs Transliteration B: mellētēs Transliteration C: mellitis Beta Code: mellhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who delays or procrastinates, Th.1.70, Arist.EN1124b24, Procop.Goth.3.1.

German (Pape)

[Seite 125] ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητής: -οῦ, ὁ, ὁ βραδύνων, ἀργοπορῶν, διστάζων Θουκ. 1. 70, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui diffère toujours, temporisateur.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μελλητής, ὁ (Α) μέλλω
αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.).