μηλοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος μὲ [[χρῶμα]] κίτρινον [[οἷον]] τὸ τῶν κυδωνίων, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ζ΄ θαυμάτ. 2. | |lstext='''μηλοβᾰφής''': -ές, βεβαμμένος μὲ [[χρῶμα]] κίτρινον [[οἷον]] τὸ τῶν κυδωνίων, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ζ΄ θαυμάτ. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηλοβαφής]], -ές (Α)<br />[[βαμμένος]] με κίτρινο [[χρώμα]], όπως [[είναι]] το [[χρώμα]] τών κυδωνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βαφ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[βαφή]] του [[βάπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-<i>βαφής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βαφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A coloured a quince-yellow, [λίθοι] Ph.Byz.Mir.2.
German (Pape)
[Seite 172] ές, quittengelb gefärbt, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος μὲ χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τῶν κυδωνίων, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ζ΄ θαυμάτ. 2.
Greek Monolingual
μηλοβαφής, -ές (Α)
βαμμένος με κίτρινο χρώμα, όπως είναι το χρώμα τών κυδωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -βαφής (< θ. βαφ-, πρβλ. βαφή του βάπτω), πρβλ. θαλασσο-βαφής, χρυσο-βαφής].