μονογέρων: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_19)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονογέρων''': -οντος, ὁ, [[μονότροπος]] καὶ [[δύσκολος]] [[γέρων]], Α. Β 51. 20.
|lstext='''μονογέρων''': -οντος, ὁ, [[μονότροπος]] καὶ [[δύσκολος]] [[γέρων]], Α. Β 51. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονογέρων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μονήρης]] [[γέρος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δύστροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογέρων Medium diacritics: μονογέρων Low diacritics: μονογέρων Capitals: ΜΟΝΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: monogérōn Transliteration B: monogerōn Transliteration C: monogeron Beta Code: monoge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A misanthropic old man, Com.Adesp.1083.

German (Pape)

[Seite 202] οντος, ὁ, ein einsamer, mürrischer Alter, B. A. 51.

Greek (Liddell-Scott)

μονογέρων: -οντος, ὁ, μονότροπος καὶ δύσκολος γέρων, Α. Β 51. 20.

Greek Monolingual

μονογέρων, ὁ (Α)
1. μονήρης γέρος
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γέρων.