μικρώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(6_15) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ἔχων μικρὸν [[ὄνομα]], Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100. | |lstext='''μῑκρώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ἔχων μικρὸν [[ὄνομα]], Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μικρώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή [[ονομασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. χ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ὄνομα) in Comp.,
A named by a smaller number, πολύγωνος Iamb. in Nic.p.71 P.
German (Pape)
[Seite 185] mit kleinem Namen, Iambl. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων μικρὸν ὄνομα, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100.
Greek Monolingual
μικρώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή ονομασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. χ. του ὄνομα), πρβλ. μεγαλ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].