μυΐνδα: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(6_12) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυΐνδα''': ἴδε ἐν λ. [[μυῖα]] ΙΙ. | |lstext='''μυΐνδα''': ἴδε ἐν λ. [[μυῖα]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυΐνδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>(συν.)</b> <b>φρ.</b> «[[μυΐνδα]] παίζειν» — το να παίζει [[κανείς]] την [[τυφλόμυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυῖα]] «[[μύγα]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>πρβλ.</b> <i>ελκυστ</i>-[[ίνδα]], [[κρυπτίνδα]])<br />η επιρρηματική όμως κατάλ. του τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. <i>μύω</i> «[[φυλάγομαι]], [[κρατώ]] [[μυστικά]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
παίζειν,
A play at χαλκῆ μυῖα, Poll.9.110,113, Hsch.
German (Pape)
[Seite 216] παίζειν, Blinzens spielen, ein Kinderspiel mit verschlossenen Augen, wie unser Blindekuh (vgl. μ υῖα), Poll. 9, 110. 113.
Greek (Liddell-Scott)
μυΐνδα: ἴδε ἐν λ. μυῖα ΙΙ.
Greek Monolingual
μυΐνδα (Α)
επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» — το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτίνδα)
η επιρρηματική όμως κατάλ. του τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»].