μυκτηρισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_15)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτηρισμός''': ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, [[περίγελως]]· [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν [[εἶδος]] εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι [[λόγος]] διασυρτικὸς [[μετὰ]] τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς [[ὅταν]] ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν [[ἔργον]] ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ [[πνεῦμα]] διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.
|lstext='''μυκτηρισμός''': ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, [[περίγελως]]· [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν [[εἶδος]] εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι [[λόγος]] διασυρτικὸς [[μετὰ]] τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς [[ὅταν]] ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν [[ἔργον]] ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ [[πνεῦμα]] διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυκτηρισμός]], Α και [[μυκτηριασμός]]) [[μυκτηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[εμπαιγμός]], [[χλευασμός]], [[σαρκασμός]]<br /><b>2.</b> [[πειρακτικός]] [[λόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους ρήτορες) [[είδος]] ειρωνείας<br /><b>2.</b> [[αντικείμενο]] χλευασμού<br /><b>3.</b> [[απάτη]], [[εξαπάτηση]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηρισμός Medium diacritics: μυκτηρισμός Low diacritics: μυκτηρισμός Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: myktērismós Transliteration B: myktērismos Transliteration C: myktirismos Beta Code: mukthrismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., LXX Ps.34(35).16, al., Anon. Oxy.2086 Fr.1r14;

   A sarcasm, Quint.Inst.8.6.59: pl., Phld.Herc.1457.9.    2 cheating, Men.1039.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, das Naserümpfen, Verhöhnen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηρισμός: ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, περίγελως· ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν εἶδος εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι λόγος διασυρτικὸς μετὰ τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς ὅταν ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν ἔργον ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ πνεῦμα διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) μυκτηρίζω
1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός
2. πειρακτικός λόγος
αρχ.
1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας
2. αντικείμενο χλευασμού
3. απάτη, εξαπάτηση.