μυρμηκόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_17) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρμηκόβῐος''': -ον, ὁ διερχόμενος βίον μυρμήκων, διὰ τὸ τῆς διαίτης, ὡς εἰπεῖν, μυρμηκόβιον Εὐστ. 77. 3. | |lstext='''μυρμηκόβῐος''': -ον, ὁ διερχόμενος βίον μυρμήκων, διὰ τὸ τῆς διαίτης, ὡς εἰπεῖν, μυρμηκόβιον Εὐστ. 77. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Μ [[μυρμηκόβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μαρσιποφόρων θηλαστικών της Αυστραλίας που ανήκουν στην [[οικογένεια]] δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. [[ραβδωτός]] [[μυρμηκοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός, που ζει σαν το [[μυρμήγκι]], δηλ. που συντηρείται με [[λίγα]] ανεπαρκή [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυρμηκόβιον</i><br />[[ανεπάρκεια]], [[ευτέλεια]] τών μέσων της ζωῆς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A living an ant's life, τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3.
German (Pape)
[Seite 220] wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκόβῐος: -ον, ὁ διερχόμενος βίον μυρμήκων, διὰ τὸ τῆς διαίτης, ὡς εἰπεῖν, μυρμηκόβιον Εὐστ. 77. 3.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ μυρμηκόβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. ραβδωτός μυρμηκοφάγος
μσν.
1. αυτός, που ζει σαν το μυρμήγκι, δηλ. που συντηρείται με λίγα ανεπαρκή μέσα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμηκόβιον
ανεπάρκεια, ευτέλεια τών μέσων της ζωῆς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + βίος.