μῶμαρ: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6_22)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῶμαρ''': τό, ποιητ. ἀντὶ [[μῶμος]], Λυκόφρ. 1134. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μῶμαρ]]· [[μέμψις]], [[ὄνειδος]], [[αἶσχος]]».
|lstext='''μῶμαρ''': τό, ποιητ. ἀντὶ [[μῶμος]], Λυκόφρ. 1134. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μῶμαρ]]· [[μέμψις]], [[ὄνειδος]], [[αἶσχος]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[μῶμαρ]], τὸ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[μῶμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρλλ. τ. του [[μῶμος]], πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] προήλθε με [[επίδραση]] του [[μῦμαρ]]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶμαρ Medium diacritics: μῶμαρ Low diacritics: μώμαρ Capitals: ΜΩΜΑΡ
Transliteration A: mō̂mar Transliteration B: mōmar Transliteration C: momar Beta Code: mw=mar

English (LSJ)

τό, poet. for μῶμος, Lyc.1134.

German (Pape)

[Seite 225] τό, poet. = μῶμος, Lycophr. 1134; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μῶμαρ: τό, ποιητ. ἀντὶ μῶμος, Λυκόφρ. 1134. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῶμαρ· μέμψις, ὄνειδος, αἶσχος».

Greek Monolingual

μῶμαρ, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) μῶμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του μῶμος, πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ' άλλη άποψη προήλθε με επίδραση του μῦμαρ].