νεόδρεπτος: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />fraîchement cueilli.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />fraîchement cueilli.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεόδρεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόπηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα [[άνθη]] («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρέπτω]] «[[κόβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>δρεπτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fresh-plucked or broken, κλάδοι A. Supp.334, cf. Nic.Th.863 ; ν. βωμοί wreathed with fresh-plucked leaves, Theoc.26.8.
German (Pape)
[Seite 241] neu, frisch gepflückt; κλάδοι, Aesch Suppl. 329; sp. D., wie Theocr. 26, 8, Nic. Th. 863, Opp. Hal. 1, 198.
Greek (Liddell-Scott)
νεόδρεπτος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀποκοπεὶς ἢ θραυσθείς, κλάδοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 333, πρβλ. Νικ. Θηρ. 863· βωμοὶ ν., ἐστεμμένοι, κεκοσμημένοι διὰ προσφάτως κεκομμένων ἀνθέων, Θεόκρ. 26. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fraîchement cueilli.
Étymologie: νέος, δρέπω.
Greek Monolingual
νεόδρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα
2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά-δρεπτος].