ὀχληρός: Difference between revisions
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />importun, fatigant, ennuyeux;<br /><i>Cp.</i> ὀχληρότερος, <i>Sp.</i> ὀχληρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]]. | |btext=ά, όν :<br />importun, fatigant, ennuyeux;<br /><i>Cp.</i> ὀχληρότερος, <i>Sp.</i> ὀχληρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ὀχληρός]], -ά, -όν)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]], [[φορτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συγγραφέα) [[προσβλητικός]], [[υβριστικός]]<br /><b>2.</b> (για λόγο ή [[πράγμα]]) αυτός που προξενεί [[ανία]], [[βαρετός]]<br /><b>3.</b> [[θορυβώδης]], [[ταραχώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οχληρώς</i> και -<i>ά</i> (Α ὀχληρῶς)<br />με οχληρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄχλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48; ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach.460 (parody); ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel.452; τινι to one, Id.Alc.540, Pl.Hp.Ma.295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30. 2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv. -ρῶς D.H.Dem.15: Comp. -οτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19, Phld.Mus.p.63K. II turbulent, συμπόται Pl. R.569a.
German (Pape)
[Seite 430] 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνθανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχθής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχληρός: -ά, -όν, ἐνοχλητικός, φέρων ἐνόχλησιν, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Πλάτ., κλ.· ὀχληρὸς ἴσθ’ ὢν Εὐριπ. Ἑλ. 452· παρῳδεῖται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 460 τινι, εἴς τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 540, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295Β· ἐπὶ συγγραφέως, προσβλητικὸς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν ἀνίαν, ὀχληρός, Ἡρόδ. 1. 186, Ἰσοκρ. 112D, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 15· συγκρ. -οτέρως, Ἱππ. 955Ε. ΙΙ. ταραχώδης, ξυμπότης Πλάτ. Πολ. 569Α.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
importun, fatigant, ennuyeux;
Cp. ὀχληρότερος, Sp. ὀχληρότατος.
Étymologie: ὄχλος.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ὀχληρός, -ά, -όν)
(για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός
αρχ.
1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός
2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός
3. θορυβώδης, ταραχώδης.
επίρρ...
οχληρώς και -ά (Α ὀχληρῶς)
με οχληρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].