πολύπλευρος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs côtés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλευρά]]. | |btext=ος, ον :<br />à plusieurs côtés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλευρά]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο [[σχήμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο [[ζήτημα]]» β. «πολύπλευρη [[προσφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύπλευρον</i><br />το [[φυτό]] αρνόγλωσσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλευρα</i> Ν<br />από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A many-sided, Plu.2.966e, Plot.6. 3.14. 2 -πλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126 (v.l. πολύνευρον).
German (Pape)
[Seite 668] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs côtés.
Étymologie: πολύς, πλευρά.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον
το φυτό αρνόγλωσσον.
επίρρ...
πολύπλευρα Ν
από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].