ξενύδριον: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(6_21) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενύδριον''': τό, = τῷ ἑπομ., Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147. | |lstext='''ξενύδριον''': τό, = τῷ ἑπομ., Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξενύδριον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του [[ξένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = ξενύλλιον, Men.462.3.
German (Pape)
[Seite 278] τό, dim. von ξένος, Menand. bei Ath. IV, 132 e.
Greek (Liddell-Scott)
ξενύδριον: τό, = τῷ ἑπομ., Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Greek Monolingual
ξενύδριον, τὸ (Α)
υποκορ. του ξένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].