ξύρησις: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(Bailly1_4) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de raser, de tondre.<br />'''Étymologie:''' [[ξυράω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de raser, de tondre.<br />'''Étymologie:''' [[ξυράω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξύρησις]], ἡ (Α) [[ξυρώ]]<br /><b>1.</b> [[ξύρισμα]], [[ξυράφισμα]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> [[ξύρισμα]] ως [[μέσο]] εξευτελισμού, [[εξευτελισμός]] κάποιου με [[ξύρισμα]] («καὶ ἐκάλεσε [[κύριος]]... ἐν τῇ ἡμερᾳ [[ἐκείνῃ]] κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shaving, Asclep. ap. Gal.12.413, Plu.2.352c(pl.), Archig. ap. Aët.6.28, Alex.Aphr.Pr.2.36 ; baldness, LXXIs.22.12.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, das Scheeren, Abscheeren des Haares, Plut. de Is. et Os. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ξύρησις: ἡ, τὸ ξύρισμα, Πλούτ. 2. 359C, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 36.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de raser, de tondre.
Étymologie: ξυράω.
Greek Monolingual
ξύρησις, ἡ (Α) ξυρώ
1. ξύρισμα, ξυράφισμα της κεφαλής
2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ).