οἰμάω: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. f.</i> οἰμήσω, <i>et ao. épq.</i> οἴμησα;<br />s’élancer avec impétuosité, fondre sur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶμος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. f.</i> οἰμήσω, <i>et ao. épq.</i> οἴμησα;<br />s’élancer avec impétuosité, fondre sur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰμάω]] (Α)<br />(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)<br /><b>1.</b> (συν. για αρπακτικά πτηνά) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] («[[κίρκος]]... ῥηιδίως οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οίμα]]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμάω Medium diacritics: οἰμάω Low diacritics: οιμάω Capitals: ΟΙΜΑΩ
Transliteration A: oimáō Transliteration B: oimaō Transliteration C: oimao Beta Code: oi)ma/w

English (LSJ)

(οἴμη) only fut. and aor.,

   A swoop or pounce upon, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311 ; κίρκος . . οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib.140.    2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62.

Greek (Liddell-Scott)

οἰμάω: (οἴμη), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, κάμνω ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 κίρκος … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, τρέχω, σπεύδω, θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. f. οἰμήσω, et ao. épq. οἴμησα;
s’élancer avec impétuosité, fondre sur.
Étymologie: οἶμος.

Greek Monolingual

οἰμάω (Α)
(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)
1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώκίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα].