οἰνωπός: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[οἶνοψ]]. | |btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[οἶνοψ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[οἰνωπός]], -ή, -όν, θηλ. και -ός) [[οίνοψ]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρασιού, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερυθρωπός]], [[κοκκινωπός]] («οὐδ' [[ὠχρός]], οὐδ' ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ<br />νυν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαυρειδερός]], [[μελαψός]]<br /><b>3.</b> [[μαύρος]] και [[γυαλιστερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E.Or.115 :—=
A οἶνοψ, βότρυς Semon.180, E.Hyps.Fr.41.111 ; οἰ. ἄχνη, i. e. wine, Id.Or. l.c. ; οἰ. δράκων Id.IT 1245 (lyr.) ; ruddy-complexioned, γένυς, of Dionysus, Id.Ba.438 ; of Polydeuces, Theoc.22.34 ; but, dark-complexioned, Hp.Mul.2.111 ; black mixed with bright light, Arist.Col.792b6 ; ὀφθαλμοί Id.Phgn. 812b6 ; dark, of ivy, prob. in S.OC674 (lyr.) ; of the fruit of the ἀρία, = φελλόδρυς, Thphr.HP3.16.3 ; of the οἰνάς 11, Arist.Fr.347 ; ἰχώρ Philum.Ven.18.2.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνωπός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, = οἶνοψ, βότρυς Σιμωνίδ. 190˙ οἰν. ἄχνη, δηλ. οἶνος, Εὐρ. Ὀρ. 115˙ οἰν. δράκων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1245˙ ὡσαύτως, ἐπὶ φαιδροῦ καὶ ἐρυθροῦ προσώπου, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 236, πρβλ. 438, Θεόκρ. 22. 34˙ ὡσαύτως, οἰν. ὀφθαλμοὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 38.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. οἶνοψ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α οἰνωπός, -ή, -όν, θηλ. και -ός) οίνοψ
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος
αρχ.
1. ερυθρωπός, κοκκινωπός («οὐδ' ὠχρός, οὐδ' ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ
νυν», Ευρ.)
2. μαυρειδερός, μελαψός
3. μαύρος και γυαλιστερός.