ὁλοσώματος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλοσώμᾰτος''': -ον, ὁ δι’ ὅλου τοῦ σώματος, καὶ στροφὴν ὁλοσώματον [[ὥσπερ]] οἱ κάτοχοι δινεύοντες Ἡλιόδ. 4. 17, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν. τ. Β΄, σ. 163· - ἐπὶ εἰκόνος ἡ περιλαμβάνουσα ὁλόκληρον τὸ [[σῶμα]], Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 9, σ. 2, ἀριθμ. 94. | |lstext='''ὁλοσώμᾰτος''': -ον, ὁ δι’ ὅλου τοῦ σώματος, καὶ στροφὴν ὁλοσώματον [[ὥσπερ]] οἱ κάτοχοι δινεύοντες Ἡλιόδ. 4. 17, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν. τ. Β΄, σ. 163· - ἐπὶ εἰκόνος ἡ περιλαμβάνουσα ὁλόκληρον τὸ [[σῶμα]], Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 9, σ. 2, ἀριθμ. 94. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλοσώματος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με όλο το [[σώμα]], [[ολόσωμος]]<br /><b>2.</b> (για [[εικόνα]] ή [[άγαλμα]]) αυτός που απεικονίζει [[ολόκληρο]] το [[σώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήρης]], [[ολόκληρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>σώματος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of or with the whole body, στροφή Hld.4.17 ; εἰκών full-length portrait, JHS9.248 (Cyprus).
German (Pape)
[Seite 327] den ganzen Leib betreffend, mit dem ganzen Leibe, Heliod. 4, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοσώμᾰτος: -ον, ὁ δι’ ὅλου τοῦ σώματος, καὶ στροφὴν ὁλοσώματον ὥσπερ οἱ κάτοχοι δινεύοντες Ἡλιόδ. 4. 17, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν. τ. Β΄, σ. 163· - ἐπὶ εἰκόνος ἡ περιλαμβάνουσα ὁλόκληρον τὸ σῶμα, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 9, σ. 2, ἀριθμ. 94.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλοσώματος, -ον)
1. σχετικός με όλο το σώμα, ολόσωμος
2. (για εικόνα ή άγαλμα) αυτός που απεικονίζει ολόκληρο το σώμα
μσν.
πλήρης, ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σῶμα, -ατος (πρβλ. μεγαλο-σώματος)].