ὁμόκεντρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a pour centre le même point, concentrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κέντρον]].
|btext=ος, ον :<br />qui a pour centre le même point, concentrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κέντρον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόκεντρος]], -ον)<br />(για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο [[κέντρο]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοκεντρικός]] («ἡ γῆ [[ὁμόκεντρος]] τῷ οὐρανῷ μένει», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομόκεντρο</i><br />το κοινό [[κέντρο]] δύο ή περισσότερων κύκλων ή [[σφαιρών]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόκεντρη φωτεινή [[δέσμη]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[ομοκεντρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για αστέρες) αυτοί που περιστρέφονται [[γύρω]] από το ίδιο [[σημείο]] του ορίζοντα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοκέντρως</i> και <i>ομόκεντρα</i><br />με ομόκεντρο τρόπο, με το ίδιο [[κέντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέντρον]] (<b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>κεντρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκεντρος Medium diacritics: ὁμόκεντρος Low diacritics: ομόκεντρος Capitals: ΟΜΟΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: homókentros Transliteration B: homokentros Transliteration C: omokentros Beta Code: o(mo/kentros

English (LSJ)

ον,

   A concentric with, γῆ ὁ. τῷ οὐρανῷ Str.2.5.2, cf. Ptol.Alm.3.3, Theo Sm.p.166 H.    II at the same cardinal point, Vett.Val.60.14, Cat.Cod.Astr. 8(4).136.

German (Pape)

[Seite 337] mit gleichem, mit einem Mittelpunkte, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκεντρος: -ον, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ κέντρον μετά τινος, ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει Στράβ. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a pour centre le même point, concentrique.
Étymologie: ὁμός, κέντρον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόκεντρος, -ον)
(για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο
το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων ή σφαιρών
2. φρ. «ομόκεντρη φωτεινή δέσμη»
φυσ. βλ. ομοκεντρικός
αρχ.
(για αστέρες) αυτοί που περιστρέφονται γύρω από το ίδιο σημείο του ορίζοντα.
επίρρ...
ομοκέντρως και ομόκεντρα
με ομόκεντρο τρόπο, με το ίδιο κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κέντρον (πρβλ. μακρό-κεντρος)].