ὁμόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />contemporain.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χρόνος]].
|btext=ος, ον :<br />contemporain.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χρόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρονος]], -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]], [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόχρονος]], ίσης [[χρονικής]] διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόχρονη [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατά]] τον Δαρβίνο, [[μορφή]] κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς [[κατά]] την [[ηλικία]] που εμφανίστηκαν και στους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνομήλικος]], [[συνηλικιώτης]], [[σύγχρονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοχρόνως</i> και <i>ομόχρονα</i> (ΑΜ ὁμοχρόνως)<br />ταυτοχρόνως, συγχρόνως, [[κατά]] την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>χρονος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homochronous</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχρονος Medium diacritics: ὁμόχρονος Low diacritics: ομόχρονος Capitals: ΟΜΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: homóchronos Transliteration B: homochronos Transliteration C: omochronos Beta Code: o(mo/xronos

English (LSJ)

ον,

   A contemporaneous, Them.Or.9.128a.

German (Pape)

[Seite 342] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contemporain.
Étymologie: ὁμός, χρόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρονος, -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)
αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος
νεοελλ.
1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο
2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα»
βιολ. κατά τον Δαρβίνο, μορφή κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς κατά την ηλικία που εμφανίστηκαν και στους προγόνους
αρχ.
συνομήλικος, συνηλικιώτης, σύγχρονος.
επίρρ...
ομοχρόνως και ομόχρονα (ΑΜ ὁμοχρόνως)
ταυτοχρόνως, συγχρόνως, κατά την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homochronous].