ὁμοτράπεζος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui mange à la même table que, τινι ; [[οἱ]] ὁμοτράπεζοι, les commensaux du roi, <i>chez les Perses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[τράπεζα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui mange à la même table que, τινι ; [[οἱ]] ὁμοτράπεζοι, les commensaux du roi, <i>chez les Perses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[τράπεζα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοτράπεζος]], -ον)<br />αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με άλλον ή με άλλους, [[συνδαιτυμόνας]] [[συνέστιος]] («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ [[ὁμόσπονδος]] ἐγένεο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὁμοτράπεζοι</i><br />[[τιμητικός]] [[τίτλος]] ορισμένων μεγιστάνων οι οποίοι αποτελούσαν την [[ακολουθία]] του βασιλιά στην αρχαία Περσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>τράπεζος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A eating at the same table with (cf. ὁμόσπονδος), Hdt.9.16 ; συνέστιος καὶ ὁ. Pl.Euthphr.4c ; οἱ ὁ, messmates, Persian name for certain of the chief courtiers, X.Cyr.7.1.30 ; cf. ὁμότιμος.
German (Pape)
[Seite 340] an demselben Tische, Tischgenosse, τινί, Her. 3, 132. 9, 16; καὶ συνέστιος, Plat. Euthyphr. 4 b; Din. 1, 24; Xen. An. 3, 2, 4; bei den Persern die Angesehenen, welche das Gefolge des Königs bilden, οἱ ὁμ. καλούμενοι, 1, 8, 25 Cyr. 7, 1, 30, weil sie gew. mit dem Könige aßen.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτράπεζος: -ον, ὁ ἐσθίων ἐπὶ τῆς αὐτῆς τραπέζης μετά τινος (πρβλ. ὁμόσπονδος), Ἡρόδ. 1. 132· συνέστιος καὶ ὁμ. Πλάτ. Εὐθύφρων 4Β. -οἱ ὁμοτράπεζοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίοντες, ὄνομα τινῶν τῶν παρὰ Πέρσαις αὐλικῶν μεγιστάνων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30· πρβλ. ὁμότιμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange à la même table que, τινι ; οἱ ὁμοτράπεζοι, les commensaux du roi, chez les Perses.
Étymologie: ὁμός, τράπεζα.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, -ον)
αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι
τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία του βασιλιά στην αρχαία Περσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. μονο-τράπεζος].