ὀρειβασία: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(29) |
(29) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρειβάσια]], τὰ (Α) [[ορειβάτης]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) θρησκευτική [[εορτή]] [[κατά]] την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές. | |mltxt=[[ὀρειβάσια]], τὰ (Α) [[ορειβάτης]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) θρησκευτική [[εορτή]] [[κατά]] την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀρειβασία]]) / [[ορειβάτης]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ανάβαση]] στα όρη, [[ιδίως]] ως [[άθλημα]], [[αλπινισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[περιπλάνηση]] στα όρη, το [[βάδισμα]] στα όρη. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A wandering on mountains, in pl., Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβᾰσία: ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marche dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.
Greek Monolingual
ὀρειβάσια, τὰ (Α) ορειβάτης
(ενν. ἱερά) θρησκευτική εορτή κατά την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές.
Greek Monolingual
η (Α ὀρειβασία) / ορειβάτης]
νεοελλ.
η ανάβαση στα όρη, ιδίως ως άθλημα, αλπινισμός
αρχ.
η περιπλάνηση στα όρη, το βάδισμα στα όρη.